Σύλλογος Κλινδαίων Νομού Ηλείας

ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ"

Κατηγοριες

ΤΑ ΤΣΟΚΑΝΙΑ ΤΩΝ ΚΟΠΑΔΙΩΝ

Κύριο μέλημα κάθε τσοπάνη, πέραν από την συντήρηση και
υγιεινή του ζωικού κεφαλαίου που διέθετε, ήταν να προσπα-
θεί να έχει τα στανοτόπια, να εξασφαλίζει την τροφή, τα κατα-
σκευάσει τα καλύβια και να έχει εξοπλισθεί με τα απαραίτητα
εργαλεία για το άρμεγμα τον κούρο και την τυροκομία. Ταυτό-
χρονα, έπρεπε να έχει εξοπλίσει με τα κατάλληλα ηχητικά ερ-
γαλεία για την ακουστική ασφάλεια, την ορχήστρα του κοπα-
διού, τον εντοπισμό, και να έχει την άμεση γνώση για τις δρα-
στηριότητες του κοπαδιού. Τοιουτοτρόπως, εξόπλιζε τα ζώα
του με τσοκάνια (τροκάνια) και κουδούνια.
Ο κάθε τσοπάνης από το βάρεμα (κτύπο) των τσοκανιών,
καταλάβαινε εάν το κοπάδι εκείνη την ώρα του βοσκούσε, αν
αναχάραζε, αν περπατούσε, αν έτρεχε, αν κυνηγιόταν, αν έπι-
νε νερό, αν ξύνονται, αν τα τρώγανε μύγες, αν κτυπιόνταν με-
ταξύ τους, εάν έχει πέσει μέσα λύκος ή σκυλιά, αν βοσκού-
σαν, επίσης τον βοηθούσαν στο έργο του όπως στο σάλαγο, στο
σκάρο, στη στρούγκα, στο στάλο, τον διευκολύνουν να τα βρει,
όταν έχουν ξεκόψει από το υπόλοιπο κοπάδι ή έχουν μείνει
πίσω ή έχουν χαθεί, κ.λπ.
Επίσης μ’ αυτή την ακουστική ικανότητα, που είχε, ανάλο-
γα με τα τσοκάνια που κρεμούσε και στα υποζύγια, βόδια και
σκυλιά, γνώριζε με ακρίβεια όλες τις κινήσεις των ζώων του
είτε ήσαν κοπάδι είτε μεμονωμένα. Ακόμη από την ακουστι-
κή εμπειρία που είχε αποκτήσει, γνώριζε επ’ ακριβώς ακό-
μη και τον ήχο κάποιου ξένου τσοκανιού, που τυχόν κτυπού-
σε στο κοπάδι του.
Το σχήμα, το μέγεθος, ο ήχος, ο καλλωπισμός των τσοκα-
νιών και, αρκετές άλλες λεπτομέρειες, που κάθε τσοπάνης επι-
διώκει να διαλέξει τα κουδούνια, με ιδιαίτερη προσοχή, του δί-
νουν τη δυνατότητα να ξεχωρίσει και να προμηθευθεί τα κου-
δούνια της αρεσκείας του. Κουδούνια υπάρχουν πάρα πολλά
και αυτά έχουν πάρει τις ονομασίες τους ανάλογα με το μέγε-
θος, τον τόπο και τον τύπο κατασκευής τους.
Κουδούνες, λέγονται τα πολύ μεγάλα κουδούνια τα οποίαο τσοπάνης κρεμάει στα γκε-
tsokaniaσέμια του, μπίπες ή μπουζού-
κες λέγονται επίσης τα μεγά-
λα τσοκάνια, φτιαγμένα από
χαλκοποτισμένη λαμαρίνα.
Αυτά τα κουδούνια βάρους
2,5 έως 3,5 κιλών βγάζουν
ένα παράξενο χαρακτηριστι-
κό ήχο μπίπ- μπίπ- μπίπ και
συνήθως τα κρεμάει στα πιο
διαλεχτά και κορμερά γκεσέ-
μια του. Κλαπακιόρα, ονομά-
ζεται το κουδούνι με το πολύ βαρύ ήχο, μεσοκούδουνα, τα μέ-
τρια σε μέγεθος, κριαροκούδουνα, κουδούνια που κρεμάει συ-
νήθως στα κριάρια, γαλαροκούδουνα, ιδίως μόνο για τα γα-
λάρια πρόβατα, λαγαροκούδουνα με καθαρό ήχο, μικροκού-
δουνα ή αρνοκούδουνα αυτά που είναι μικρά σε μέγεθος και
τα κρεμούσανε κυρίως στ’ αρνιά. Κουδουνέλες ή καμπανέλες
λέγονται τα μεγάλα μπρούτζινα κουδούνια. Μερικά από αυτά,
τα μεγαλύτερα, έχουν στο εσωτερικό τους ένα ή δύο μικρότε-
ρα κρεμασμένα το ένα μέσα στο άλλο. Διπλά κουδούνια, δι-
πλοκούδουνα δίχειλα ή και τρίχειλα, το ένα μέσα στ’ άλλο.Τα
λιβαδοκούδουνα ή λιβαδίσια αυτά είναι μικρά και μεγάλα, τα
εξηντάρια κουδούνια, τα εβδομηντάρια, δηλαδή των εξήντα
κι εβδομήντα λεπτών και σπανίως τα ογδοντάρια. Τα χοντρο-
κούδουνα, ή βαρέλες κουδούνια με χοντρή φωνή, τα στρογ-
γυλοκούδουνα, έχουν σχήμα στρογγυλό, Τα πλακοκούδου-
να, ή πλακούδες, με πλακέ σχήμα. Τα ψιλοκούδουνα, με ψιλή
φωνή, οι γουργούρες[1] ή τα γουργούρια, μικρά κουδουνά-
κια που τα λέει και αρνοτσόκανα η αρνοκούδουνα, αυτά επί-
σης λέγονται και χλιβεράκια. Εκτός απ’ αυτά έχει και τα βρα-
χνοκούδουνα ή βραχνιά, δηλαδή μεγάλα κουδούνια με βρα-
χνή και βροντερή φωνή.
Η γιδοκοπή έχει διαφορετικά τσοκάνια. Οι γιδοβοσκοί αντι-
μετωπίζουν τεράστιο πρόβλημα να ελέγξουν τα κοπάδια τους,
διότι αυτά σκαλώνουν επάνω στ’ απόκρημνα εδάφη τσακί-
ζουν τα πόδια τους φυλάγοντας τα γίδια, τους κατσικοδιαβό-
λους, όπως τα λένε, τους έχουν τα βροντάρια, τις τράκες, τα
κύπρια και τα τσοκάνια. Ειδικά τα τσοκάνια που φορούν τα γί-
δια τ’ αποκαλούν γιδοτσόκανα κι έχουν ένα κοφτό και χοντρό
χτύπο που τα ξεχωρίζει απ’ τα γελαδοτσόκανα η βοϊδοτσόκα-
να, γουρουνοκούδουνα, τ’ αλογοτσόκανα, τα γαϊδουροκούδου-
να, τα ιδιόμορφα κουδουνάκια[2] και καμπανέλες σκύλων και
τα μουλαροκούδουνα.
Κάθε γιδοκοπή φέρνει ένα η δύο το πολύ τσοκάνια, Ένα
τραγοτσόκανο μεγάλο που το σέρνει ένα γκεσεμότραγο κι’ ένα
πιο μικρό, που το κουβαλάει στο λαιμό της και μια στειρόγιδα
η στερφόγιδα Ζακυνθινά κουδούνια ή μαρμάρα.Κυπροκούδουνα, λέγονται τα μεγάλα μπρούτζινα κουδού-
νια. Τα κύπρια, ο γιδοβοσκός, πρέπει να τα προσέχει πιο πολύ
απ’ τα τσοκάνια γιατί αυτά αποτελούν τα καλύτερα όργανα της
ολικής συναυλίας του κοπαδιού του και τα χωρίζει σε κυρίως
τρεις κατηγορίες: Στα λαγγοκύπρια, μικρά κύπρια, στα μεσο-
κύπρια, πιο μεγάλα και στα καμπανοκύπρια η στα κεσεμοκύ-
πρια, κύπρια μεγάλα που κρεμάει στα πιο τρανά γκεσέμια του,
στα καμαρωτά και στα υπερήφανα τραγιά του.
Το γιδοκόπαδο όταν είναι κουρδισμένο καλά με κύπρια, που
να σκαλώνουν οι φωνές τους, είναι μια καλλίφωνη και δυσεύ-
ρετη και παράξενη μουσική πανδαισία, που συναντάει κανέ-
νας μονάχα στους λόγγους στα κουφολόγγια, στις λαγκαδιές,
στα βουνά και στις περίφημες βλαχοστάνες. Τους χειμερινούς
μήνες, οι τσοπάνηδες συνήθιζαν να βγάζουν τα κυπροκούδου-
να, ιδίως κάτω στα χειμαδιά. Αφήναν μονάχα λιγοστά βροντε-
ρά για να μαζεύεται το κοπάδι και να τ’ ακούει ο τσοπάνης.
Τα ζωντανά συνήθως αχάμναιναν με την κακοκαιρία, και
δεν χρειάζονταν να ‘χουν στο σβέρκο τσοκάνια, κουδούνια
και κύπρια, τα οποία βαραίνουν το ζωντανό. Ο καλός τσοπά-
νης τα θέλει να τα ‘χει την άνοιξη και το καλοκαίρι πάνω στα
ψηλά βουνά και στους λόγγους για ν’ αχολογούν τα διάσελα
και τα λαγκάδια.
Ένα από τα μεγαλύτερα και ίσως τα σοβαρότερα προβλή-
ματα, που αντιμετώπιζαν οι ζωοκλέφτες, ήταν τα τσοκάνια. Τα
τσοκάνια λειτουργούσαν και σαν ένα ειδικό σύστημα συναγερ-
μού, για το κοπάδι, σε περίπτωση απόπειρας ζωοκλοπής. Μά-
λιστα χρησιμοποιούσαν προβατόμαλλο ή διάφορα μικρά κλα-
διά ή και χόρτα τα οποία τα τοποθετούσαν στο εσωτερικό του
τσοκανιού και τοιουτοτρόπως δεν ακούγονταν. Όμως όσα κο-
πάδια, είχαν τα κουδούνια (μονά-διπλά-τριπλά) στα οποία οι
ζωοκλέφτες δεν μπορούσαν να τα βουλώσουν μ’ αυτό τον τρό-
πο, και γι αυτό τον λόγο απέφευγαν συστηματικά να μπαίνουν
στην διαδικασία της ζωοκλοπής του κοπαδιού. Τις εποχές που
άκμαζε η ζωοκλοπή, οι τσοπάνηδες διέμεναν δίπλα στο κοπά-
δι και με το παραμικρό ανακάτεμα των ζώων που αντιλαμβα-
νόταν, συνάμα και το γαύγισμα των σκύλων, προστάτευαν κα-
τάλληλα τα κοπάδια τους.
Αρκετές φορές τα τσοκάνια, ιδίως στα χειμαδιά δημιουρ-
γούσαν προβλήματα στους ίδιους τους τσοπάνηδες, όσον αφοράμόνο και μόνο την νυ-
κτοβοσκή, ή ξάκρισμα,
ή κλεφτοβόσκισμα, ή
ξενοβόσκισμα, ή κλε-
φτοξάκρισμα ή και ξε-
νοξάκρισμα όπως ανα-
tsokania_1
φέρεται στην ορολογία
των τσοπάνηδων. Δη-
λαδή όταν ήθελαν να
βοσκήσουν το κοπάδι
σε ξένα λιβάδια, έβγα-
ζαν τα τσοκάνια ή τα
βούλωναν για να μην
ακούγονται από τους
ιδιοκτήτες των λιβα-
διών, όση ώρα κρατούσε η ξενοβοσκή.
Τοιουτοτρόπως σχεδόν σ’ όλα τα κοπάδια του κάμπου, οι
τσοπάνηδες απέφευγαν να κρεμάνε τσοκάνια στα ζώα τους. Αν
κάποιος είναι μερακλής με τα τσοκάνια φορούσε σε δυο- τρία
ζωντανά, τα οποία σε περίπτωση κλεφτοβοσκίσματος τα βού-
λωνε και αυτά μέχρι να τελειώσει η βοσκή στο εν λόγω λιβάδι.
Η τέχνη του κουδουνοποιού, γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση στα
Σάλωνα (σημ. Άμφισσα) και έγινε το σήμα κατατεθέν της πό-
λης από τον 19ο αιώνα. «Η μάνα των κουδουνιών είναι τα Σά-
λωνα με τα πολλά εργαστήρια. Οι Σαλωνίτες προμήθευαν όλη
τη Ρούμελη, με τα κουδούνια που κατασκευάζονταν απ’ τα χέρια
τους», έγραφε το 1930, ο λαογράφος Δημήτριος Λουκόπουλος
στα «Ποιμενικά της Ρούμελης». Τα παλιά χρόνια οι κουδονο-
ποιοί ήταν γνωστοί ως κουδουνάρηδες ή λεράδες. «Η ανάπτυ-
ξη της κτηνοτροφίας στην παραδοσιακή αγροτική κοινωνία μέχρι
και τον τελευταίο μεγάλο πόλεμο ανέδειξε την τέχνη τους, καθώς
το κουδούνι ήταν το πιο απαραίτητο εξάρτημα του κοπαδιού».
Το κουδούνι κύρια χρησιμότητά του ήταν και είναι ο εντο-
πισμός του κοπαδιού και δευτερεύουσα η καλλίφωνη κτηνο-
τροφική συναυλία. «Τα ζώα που οδηγούσαν το κοπάδι φορού-
σαν μεγάλα κουδούνια και με τον ήχο τους ο βοσκός γνώριζε
ανά πάσα στιγμή πού βρίσκονται». Στην Κρήτη μαρτυρείται χρή-
ση του κουδουνιού για… σωφρονιστικούς λόγους! «Το σκλα-
βέρι, μέγας κώδων, τίθεται εις τον τράχηλον των ατακτότερων
ζώων προς σωφρονισμόν», καταγράφει το 1890, ερευνητής τουΚέντρου Λαογραφί-
ας της Ακαδημίας
Αθηνών.
Για να κρεμά-
σουν οι τσοπάνη-
δες τα κουδούνια
στα ζώα τους χρη-
σιμοποιούσαν ειδι-
κές κατασκευές που
ονομάζονταν στεφά-
νια, κουλούρες, βε-
ζές, γιδοστέφανα ή
γιδοζυγοί. Κι υπάρ-
χουν τριών ειδών
γιδοστέφανα, τα μονοκλείδωτα γιδοστέφανα, μ’ ένα κλειδί, τα
διπλοκλείδωτα γιδοστέφανα, με δύο κλειδιά και τ’ αναποδο-
στέφανα που κλειδώνουν ανάποδα. Τα διπλοκλείδωτα γιδοστέ-
φανα τα λένε μερικοί γιδάρηδες και διπλοστέφανα. Η γιδοκου-
λούρα[3] πελεκιέται και φτιάχνεται συνήθως από χέρι έμπει-
ρου ξυλοπελεκητή. Πάνω σ’ αυτό ο παραδοσιακός τεχνίτης
σκαλίζει κι εκφράζει με ποικίλα σκαλιστά κεντήματα, τον ψυ-
χικό του κόσμο που
τα κατασκευάζει μ’
ιδιαίτερη προσοχή
tsokania_2
τέχνη και χάρη.
Οι τεχνίτες που
τα κατασκεύαζαν,
έπρεπε να επιτύ-
χουν μεγάλη εφαρ-
μογή, γιατί διαφορε-
τικά, πλήγιαζαν τα
γίδια στο λαιμό και
τα σακάτευαν. Τις
κουλούρες τις κα-
τασκεύαζαν με ξύλα
από μουριά, γάβρο,
σκίντο, κουτσουπιά, αγριλιά, αγκλαβουτσά, μελιό, κυδωνιά,
κορμό κληματαριάς κ.λπ., επίσης χρησιμοποιούσαν και πέτσι-
να (δερμάτινα) λουριά για να κρεμούν τα μεγάλα και βαριά κύ-
πρια. Συνήθως έκοβαν ένα μακρύ ίσιο ξύλο, χωρίς κόμπους,
στην συνέχεια το πελεκάγανε καλά το στενεύανε κάνοντάς το,
μια στενόμακρη λουρίδα κι ύστερα το γύριζαν[4] και του έδι-
ναν το σχήμα του λαιμού του πρόβατου ή οποιουδήποτε ζώου,
δηλαδή κάπως κυκλικό.
Έπειτα περνούσαν το βαστάκι του κουδουνιού στην τετρά-
γωνη τρύπα που έφτιαχναν στο κάτω μέρος του στεφανιού,
στην συνέχεια περνούσαν μια λαμαρίνα λεπτή ανάμεσα στο
βαστάκι και γύριζαν τα δύο της άκρα στο στεφάνι πολύ καλά
για να πιάσουν σφιχτά. Έβαζαν κι’ ένα κομμάτι από πετσί (δέρ-
μα) ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο (βαστάκι και λαμαρίνα) να μην τρί-
βονται κι έπειτα το περνούσανε στο λαιμό του πρόβατου, της
προβατίνας ή του κριαριού, το έδεναν και το ζώο ήταν έτοιμο
με το κουρντισμένο τσοκάνι του.
Εκτός από τα γιδοστέφανα, χρησιμοποιούσαν και πέτσι-
να λουριά για να κρεμούν τα μεγάλα κυπριά. Άλλο εξάρτημα
ήταν η κλάπα (δηλ. κομμάτι λαμαρίνας). Την έβαζαν, για μηνκρεμάει ο κύπρος, λόγω του βάρους του, κι έτσι να ελαφρύ-
νει κάπως το ζώο που το έφερε στον λαιμό του.
Άλλη μια εργασία ήτανε το σφύρισμα ή κούρντισμα του τσο-
κανιού. Μετά την αγορά του κάθε τσοκανιού, ο καθένας συνήθως
σφύριζε τα τσοκάνια του, ανάλογα με τα ακούσματα, που είχαν
τα υπόλοιπα τσοκάνια του κοπαδιού του. Το σφύρισμα ήταν μια
επίπονη και κοπιαστική εργασία, που έπρεπε ο εκάστοτε σφυρη-
λάτης, να γνωρίζει πολλά μυστικά, για να δώσει στο κάθε τσοκά-
νι τον επιθυμητό ήχο. Αρκετές φορές με την πάροδο του χρόνου
τα τσοκάνια φθείρονταν, δηλαδή, το χείλος του τσοκανιού αδυ-
νάτιζε από το γλωσσίδι ή βαρίδι και αλλοιωνόταν ο ήχος. Τότε
λιμάριζαν ή έκοβαν το αδυνατισμένο μέρος και έδιναν ένα δια-
φορετικό ήχο από τον πρώτο του. Άλλη φθορά ήταν το τρύπημα
του τσοκανιού, όπου το πήγαιναν στους τσοκανάδες και έκλει-
ναν τις τρύπες με κασσίτερο. Μερικές φορές, οι τσοπάνηδες
αναλάμβαναν μόνοι τους να τα σφυρίσουν και να επαναφέρουν
τον επιθυμητό ήχο. Οι ήχοι των, διαφοροποιούνταν από κοπά-
δι σε κοπάδι και τοιουτοτρόπως ο κάθε τσοπάνης, αφουγκρά-
ζοντας μόνο τα
τσοκάνια, γνώ-
ριζε αν ήταν το
δικό του κοπά-
δι και αρκετές
φορές, γνώρι-
ζε αν κάποιο
ξένο τσοκά-
νι χτυπούσε
ανάμεσα στο
κοπάδι του.
Διαβάστηκε 2335 φορές Τελευταία Αλλαγή την Κυριακή, 01 Δεκεμβρίου 2013 18:27

Χορηγοί

Παναγιωτόπουλοι
Αγγελόπουλος Παναγιώτης
Top
We use cookies to improve our website. By continuing to use this website, you are giving consent to cookies being used. More details…